Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βιεννέζικος
1 item total
βιεννέζικος -η -ο [vienézikos] Ε5 : που έχει σχέση με τη Bιέννη ή με τους Bιεννέζους, που προέρχεται από εκεί: Bιεννέζικο βαλς. Bιεννέζικες καρέκλες / οπερέτες.

[Βιένν(η) -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος), Bιέννη: λόγ. < γαλλ. Vienn(e) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go