Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βηματίζω [vimatízo] Ρ2.1α : κάνω βήματα, περπατώ χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση και σε περιορισμένο χώρο: Bημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιό του.
[λόγ. < ελνστ. βηματίζω, αρχ. σημ.: `μετράω με βήματα΄]