Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βελτιστοποίηση η [veltistopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βελτιστοποιώ· η επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος σε κάποια ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.: ~ της παραγωγικότητας.
[λόγ. βελτιστοποιη- (βελτιστοποιώ) -σις > -ση]



