Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βεβιασμένος
1 item total
βεβιασμένος -η -ο [veviazménos] Ε3 : που γίνεται κάτω από πίεση, κυρίως χρονική, και γι΄ αυτό παρουσιάζει ατέλειες ή κενά: Bεβιασμένη ενέργεια / απάντηση || Bεβιασμένο γέλιο / χαμόγελο, αφύσικο και άκεφο, υποκριτικό. βεβιασμένα ΕΠIΡΡ: Γέλασε / έδρασε ~.

[λόγ. μππ. του ρ. βιάζομαι, με βάση το ελνστ. επίρρ. βεβιασμένως `με εξαναγκασμό΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go