Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βεβαιότητα
1 item total
βεβαιότητα η [veveótita] Ο28 : 1. η πεποίθηση, η απουσία αμφιβολίας ή αμφισβήτησης, η σιγουριά: Οι υποψίες μου έγιναν ~. Mίλησε με μεγάλη ~. Δεν μπορώ να το πω με ~. (λόγ. έκφρ.) μετά βεβαιότητος, σίγουρα, ασφαλώς: Γνωρίζω / λέω κτ. μετά βεβαιότητος. 2. εγγύηση, ασφάλεια: Ποιος μου παρέχει τη ~ ότι η προσπάθεια θα πετύχει; Οι σημερινοί άνθρωποι ζουν με άγχος, χωρίς καμιά ~ για το μέλλον. 3. (επιστ.) γνώρισμα, βαθμός ασφάλειας της γνώσης: Άμεση / έμμεση / σχετική / απόλυτη ~. Mαθηματική / ηθική / λογική / εμπειρική ~.

[λόγ. < αρχ. βεβαιότης, αιτ. -ητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go