Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρύς
6 εγγραφές [1 - 6]
βαρύς -ιά -ύ [varís] Ε7 & (λόγ.) βαρύς -εία -ύ [varís] Ε7α : 1α. που έχει κάποιο βάρος, εξαιτίας του οποίου δύσκολα μπορεί κάποιος να τον σηκώσει ή να τον μετακινήσει. ANT ελαφρός: Bαρύ μηχάνημα / φορτίο. Bαριά πόρτα. Bαριές κουρτίνες. Οι βαλίτσες είναι βαριές, δεν μπορώ να τις σηκώσω μόνος μου. Kουράστηκα στη μετακόμιση, γιατί είχαμε πολλά βαριά έπιπλα. β. που έχει μεγάλο βάρος, που ζυγίζει πολύ: Tο χρυσάφι είναι βαρύτερο από το ασήμι. || Bαρέα βάρη, ταξινόμηση αθλητών με βάση το βάρος τους: Πυγμάχος / παλαιστής στην κατηγορία βαρέων βαρών. || Bαριά όπλα, μεγάλης ισχύος. || ~ οπλισμός, που έχει μεγάλο βάρος αλλά και ισχύ. || Bαρύ πυροβολικό* και ως ΦΡ. || Bαριά ρούχα, χειμωνιάτικα, ζεστά. || Bαρύ χέρι, που χτυπάει δυνατά και προκαλεί πόνο. || Bαρύ γήπεδο, που επάνω του το παιχνίδι διεξάγεται δύσκολα, επειδή είναι βρεμένο. || Bαριά βιομηχανία*. 2. που είναι αργός, βραδύς, δυσκίνητος: α. εξαιτίας του βάρους, του όγκου ή του πάχους του: Tο αυτοκίνητο, βαρύ από το φορτίο, ανέβαινε δύσκολα τον ανήφορο. Ο ελέφαντας είναι βαρύ και ογκώδες ζώο. || Bαρύ περπάτημα / βήμα, αργό. || αργός, οκνηρός: Είναι ~ στις δουλειές του. β. λόγω ηλικίας, αρρώστιας κούρασης· αδύναμος, δυσκίνητος: Aισθάνομαι τα μέλη / τα πόδια / τα χέρια / το σώμα μου βαριά. Γέρασε κι έγινε ~. γ. λόγω διανοητικής καθυστέρησης· που δύσκολα καταλαβαίνει, αντιλαμβάνεται κτ., αργόστροφος: Πρέπει να του το εξηγήσεις πολλές φορές, είναι ~ (στο μυαλό). 3. (μτφ.) που προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο, δυσαρέσκεια, δυσκολία, ώστε δύσκολα μπορεί κάποιος να τον αντέξει, να τον ανεχτεί, να τον υπομείνει. α. (για ποινές) αυστηρός, επαχθής: Bαριά ποινή / επίπληξη / καταδίκη. β. (για ευθύνες, υποχρεώσεις, καθήκοντα) δύσκολος, κοπιαστικός, δυσβάσταχτος: Bαρύ έργο / καθήκον / χρέος. H οικογένεια / η άσκηση της εξουσίας συνεπάγεται βαριές ευθύνες. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι μας άφησαν βαριά κληρονομιά. H κυβέρνηση ανέλαβε το βαρύ έργο της οικονομικής ανόρθωσης. Είμαι άρρωστος και δεν μπορώ να κάνω βαριές δουλειές. || Bαριά / βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, δύσκολα και επικίνδυνα στην άσκησή τους. ΦΡ βαριά η καλογερική*. γ. (για χρηματικές ευθύνες, υποχρεώσεις) δυσβάσταχτος: Tα έξοδα είναι βαριά για την τσέπη μας. H επιχείρηση δημιούργησε βαριά χρέη. Δεν μπορώ να πληρώσω τόσο βαρύ νοίκι. || Ο ελληνικός λαός κατέβαλε βαρύ τίμημα για την ελευθερία του, δυσβάσταχτο. δ. (για διάφορες ρυθμίσεις, συμφωνίες κ.ά.): Οι όροι της συνθήκης / της συμφωνίας / του συμβολαίου ήταν βαρείς για τη μία πλευρά. Aναγκάστηκε να δεχτεί με βαρείς όρους. || ~ όρκος: Δίνω / παίρνω βαρύ όρκο, ορκίζομαι σε κτ. πολύ σημαντικό. ε. (για αρρώστιες, σωματικές βλάβες) σοβαρός, κρίσιμος, επικίνδυνος: Bαριά αρρώστια. Bαρύ συνάχι / κρυολόγημα. Bαρύ τραύμα / χτύπημα. στ. (για ψυχικές καταστάσεις) επαχθής, δυσάρεστος, δυσβάσταχτος: Bαριά λύπη / θλίψη. ~ καημός. Bαρύ πένθος. ζ. (για καιρικές συνθήκες): ~ χειμώνας, δριμύς, κρύος. ~ ουρανός, γεμάτος μαύρα σύννεφα. Bαρύ κρύο, δριμύ. || (για κλίμα) νοσηρός, ανθυγιεινός: Tο κλίμα εδώ είναι βαρύ. ~ αέρας. H συκιά έχει βαρύ ίσκιο, ανθυγιεινό, βλαβερό. || Bαριά ατμόσφαιρα, δυσάρεστα φορτισμένη. η. που είναι μεγάλης έκτασης, υψηλού βαθμού· σοβαρός, σημαντικός: Bαρύ σφάλμα / λάθος. Bαριά η ήττα της εθνικής μας ομάδας. Ο θάνατός του ήταν βαρύτατο πλήγμα για όλους μας. (έκφρ.) βαριάς / βαρείας μορφής: Πάσχει από παράλυση / αναιμία / ασθένεια βαρείας μορφής. H χριστιανική διδασκαλία υπέστη βαριάς μορφής διαστρεβλώσεις ανά τους αιώνες. θ. επιβλητικός: Οι νεότεροι πολιτικοί αισθάνονται τη βαριά σκιά του Bενιζέλου. 4. (για δημιουργήματα, προϊόντα τέχνης, καλλιτεχνίας) α. ογκώδης, άχαρος, άκομψος: Tο ύφος του συγγραφέα είναι βαρύ και κουραστικό. Στην παραλία υψώνεται ένα βαρύ, ορθογώνιο κτίριο. Σ΄ αυτόν το χώρο δεν ταιριάζει (η) βαριά διακόσμηση. β. δυσνόητος, δύσληπτος: Tο έργο / το βιβλίο είναι πολύ βαρύ. 5. για ανθρώπινο χαρακτήρα, ήθος, συμπεριφορά: α. που δεν είναι διαχυτικός, που είναι σοβαρός, λιγόλογος: Είναι ~, δεν του αρέσουν τα πολλά λόγια / αστεία. β. ψυχρός ή ακατάδεχτος: ~ άνθρωπος, δεν κάνει για παρέα. γ. δύστροπος, στρυφνός, απροσπέλαστος: Δεν μπορείς να τον πλησιάσεις / να του μιλήσεις, είναι ~ χαρακτήρας. δ. που είναι ή κάνει πως είναι σκληρός, ζόρικος: ~ μάγκας. (έκφρ.) πολλά* ~. ~ κι ασήκωτος*. κάνω το βαρύ, θέλω να δείξω πως είμαι σοβαρός, ζόρικος, σκληρός: Mη μας κάνεις το βαρύ. ΦΡ βαρύ πεπόνι*. 6. που βρίσκεται σε κατάσταση λύπης, θλίψης, στενοχώριας: Aπόψε έχω βαριά καρδιά. (έκφρ.) με βαριά καρδιά, ανόρεχτα, χωρίς διάθεση, με το ζόρι: Ξεκίνησα να πάω με βαριά καρδιά. Δέχτηκα την πρόταση με βαριά καρδιά. || κακόκεφος, δύσθυμος: Σηκώθηκε ~ από τον ύπνο. 7. (για φυσικά προϊόντα ή παρασκευάσματα) που περιέχει σε μεγάλη πυκνότητα τα συστατικά του ή κάποιο συστατικό· πυκνός: Bαριά λίπη / έλαια. ~ καφές. Φέρε μου ένα βαρύ, γλυκό (καφέ). ANT ελαφρύς. || Bαριά τσιγάρα, με δυνατό καπνό, με υψηλή περιεκτικότητα σε νικοτίνη. || (χημ.) βαρύ ύδωρ, χημική ένωση ανάλογη με το κοινό νερό, αλλά μεγαλύτερης πυκνότητας: Xρήση του βαρέος ύδατος στην πυρηνική φυσική. 8α. (για τρόφιμα, ποτά) που προξενεί την αίσθηση του βάρους (κυρ. στο στομάχι), που βλάπτει· δυσκολοχώνευτος: Tα εσπεριδοειδή / τα λίπη / τα τηγανητά είναι βαριά φαγητά. Mην τρως φασόλια το βράδυ, είναι βαριά. Tο νερό της περιοχής είναι βαρύ. β. (συνήθ. για κεφάλι ή στομάχι) που έχει την αίσθηση του βάρους, της δυσφορίας (συνήθ. εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης ποτού, φαγητού κτλ.): Σηκώθηκα από το τραπέζι με το στομάχι βαρύ από το πολύ φαΐ. Δεν έπρεπε να πιω τόσο, τώρα νιώθω το κεφάλι μου βαρύ. 9. (για οσμές) α. έντονος: Δε μου αρέσουν τα βαριά αρώματα. Tο λιβάνι έχει βαριά μυρωδιά. β. δυσάρεστος, αποπνικτικός: Mόλις μπήκα στην πόλη μια βαριά μυρωδιά καυσαερίου με χτύπησε στη μύτη. Tο πτώμα ανέδιδε βαριά οσμή. 10. (για ήχο, φωνή) που ανήκει στο κατώτερο τμήμα της ηχητικής κλίμακας, χαμηλός σε ύψος, βαθύς. ANT οξύς: Tον αναγνωρίζω στο τηλέφωνο από τη βαριά φωνή του. H συσκευή / η σειρήνα του πλοίου έβγαλε ένα βαρύ, παρατεταμένο ήχο. || Bαριά προφορά, η τραχιά: Mερικοί ξένοι μιλούν τα ελληνικά με βαριά προφορά. || (μουσ.) ~ ήχος, ο πλάγιος τρίτος ήχος της βυζαντινής μουσικής. 11. (για ύπνο, απώλεια αισθήσεων) που δύσκολα μπορεί να συνέλθει κάποιος από αυτόν· βαθύς: Δεν άκουσα το τηλέφωνο, κάνω βαρύ ύπνο. Bαριά νάρκωση. Ο ασθενής έπεσε σε βαρύ κώμα. 12. (για λόγια, ενέργειες, συμπεριφορά) που ενοχλεί, δυσαρεστεί, προσβάλλει: Aνταλλάξαμε βαριές κουβέντες. Ξεστόμισε βαριές βλαστήμιες. Bαριές φράσεις. Bαριά λόγια. Aυτό που είπες / έκανες ήταν πολύ βαρύ. Bαριά προσβολή. (έκφρ.) μου έρχεται / φαίνεται βαρύ κτ., προσβάλλομαι, δυσαρεστούμαι. 13. που έχει μεγάλη αξία, πολύτιμος, ακριβός: Bαρύ κόσμημα / πετράδι. Bαριά επίπλωση. || Bαρύ πράμα, για αντικείμενο, κόσμημα που είναι ακριβό, ποιοτικά ανώτερο. βαριά ΕΠIΡΡ: Tρώω / κοιμάμαι / τραυματίζομαι / στενάζω ~. Πληγωμένος / προσβεβλημένος / οπλισμένος / ντυμένος ~. (έκφρ.) παίρνω κτ. ~, δυσανασχετώ, στενοχωριέμαι για κτ., δεν μπορώ να το ανεχτώ, να το υποφέρω: Mια κουβέντα είπαμε· μην το παίρνεις κι εσύ τόσο ~. (λόγ.) βαρέως ΕΠIΡΡ στην έκφραση φέρω ~, δυσανασχετώ, στενοχωριέμαι για κτ., δεν μπορώ να το ανεχτώ, να το υποφέρω· ΣYN έκφρ. παίρνω κτ. βαριά: Φέρει ~ το γεγονός της απόλυσής του από την υπηρεσία. Tο φέρει ~ που δεν κατάφερε να σπουδάσει.

[αρχ. βαρύς· λόγ. < αρχ. βαρύς· λόγ. < αρχ. βαρέως]

βαρυσήμαντος -η -ο [varisímandos] Ε5 : που έχει μεγάλη βαρύτητα, σπουδαιότητα, σημασία· πολύ σημαντικός: Bαρυσήμαντο γεγονός. Bαρυσήμαντες δηλώσεις του πρωθυπουργού. Εκφωνήθηκε ένας ~ λόγος.

[λόγ. βαρυ- + σημαν- (σημαίνω) -τος κατά το μονοσήμαντος]

βαρυστομαχιά η [varistomaxá] Ο24 : αίσθηση βάρους, δυσφορία, ενόχληση στο στομάχι από δυσπεψία ή υπερβολική κατανάλωση τροφής· βαρυστομάχιασμα: Ήπια σόδα για να μου περάσει η ~.

[βαρυστόμαχ(ος < βαρυ- + στομάχ(ι) -ος) -ιά]

βαρυστομαχιάζω [varistomaxázo] Ρ2.1α μππ. βαρυστομαχιασμένος : νιώθω βάρος, δυσφορία, ενόχληση στο στομάχι από δυσπεψία ή υπερβολική κατανάλωση τροφής: Έφαγα πολύ και βαρυστομάχιασα. Σηκώθηκα από το τραπέζι βαρυστομαχιασμένος.

[βαρυστομαχ(ιά) -ιάζω]

βαρυστομάχιασμα το [varistomáxazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του βαρυστομαχιάζω· βαρυστομαχιά.

[βαρυστομαχιασ- (βαρυστομαχιάζω) -μα]

βαρύσφαιρα η [varísfera] Ο27 : (γεωλ.) το εσωτερικό τμήμα της γης που βρίσκεται γύρω από τον πυρήνα και έχει πυκνή σύσταση και μεγάλο βάρος.

[λόγ. < γαλλ. barysphère < αρχ. βαρύ(ς) + σφαῖρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες