Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βαριά
5 items total [1 - 5]
βαριά η [varjá] Ο24 : μεγάλο και βαρύ σφυρί.

[μσν. βαρέα (στη νεότ. σημ.), με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. βαρεῖα θηλ. του επιθ. βαρύς]

βαριακούω [varjakúo] Ρ (βλ. ακούω) : δεν ακούω καλά, είμαι βαρήκοος.

[βαρι(ο)- + ακούω]

βαριανασαίνω [varjanaséno] Ρ7.2α : ανασαίνω βαριά λόγω κούρασης, αναπνευστικής δυσκολίας κτλ.: Aνέβαινε τον ανήφορο βαριανασαίνοντας.

[βαρι(ο)- + ανασαίνω]

βαριαναστενάζω [varjanastenázo] Ρ2.2α : (οικ.) αναστενάζω βαριά, με καημό.

[μσν. βαριαναστενάζω < βαρι(ο)- + αναστενάζω]

βαριαρρωσταίνω [varjarosténo] Ρ (βλ. αρρωσταίνω) : αρρωσταίνω βαριά, σοβαρά.

[βαρι(ο)- + αρρωσταίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go