Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρβαρισμός
1 εγγραφή
βαρβαρισμός ο [varvarizmós] Ο17 : γραμματικό σφάλμα στη χρήση της γλώσσας· (πρβ. σολοικισμός).

[λόγ. < ελνστ. βαρβαρισμός, αρχ. σημ.: `χρήση ξένης γλώσσας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες