Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαθύς
5 εγγραφές [1 - 5]
βαθύς -ιά -ύ [vaθís] Ε7 λόγ. γεν. πληθ. και βαθέων : I1α. που έχει βάθος. ANT ρηχός: Bαθύ πηγάδι / ποτάμι. Bαθιά νερά. Bαθύ πιάτο. Bαθιά σπηλιά. || Bαθιά πληγή. Bαθιές ρυτίδες. β. που προχωρεί σε βάθος: Bαθιές ρίζες. Bαθιά θεμέλια. 2. (μτφ. για διανοητικές λειτουργίες) που φτάνει στο ουσιαστικό νόημα των πραγμάτων· διεισδυτικός: ~ γνώστης / στοχαστής. Bαθύ πνεύμα / νόημα. Bαθιές σκέψεις. ~ προβληματισμός. || Tα βαθύτερα αίτια της κρίσης / της αποτυχίας. || (γλωσσ.) βαθιά δομή*. 3. (για καθίσματα) μαλακός και αναπαυτικός: ~ καναπές. Bαθιά πολυθρόνα. II. (μτφ.) 1. επιτείνει τη σημασία του ουσιαστικού που συνοδεύει: ~ ύπνος. ANT ελαφρός. Bαθιά σιωπή, απόλυτη, άκρα. Bαθύ σκοτάδι / δάσος, πυκνό. Bαθύ μυστήριο, ανεξιχνίαστο. Bαθιά γεράματα, προχωρημένα. Bαθιά ανάσα / κρίση / υπόκλιση. ~ αναστεναγμός. Bαθιά μεσάνυχτα. ΦΡ έχω βαθιά μεσάνυχτα*. Bαθύ αίσθημα. Bαθιά εκτίμηση / συγκίνηση / θλίψη / ανησυχία. Παίρνω βαθιές αναπνοές, εισπνέω μεγάλες ποσότητες αέρα. ~ αναστεναγμός, εισπνέω || (για χρώματα): Bαθύ μπλέ / κόκκινο, σκούρο. ANT ανοιχτός. 2. χαρακτηρίζει θετικά το ουσιαστικό: Bαθιά φωνή. Bαθύ βλέμμα. || (ως ουσ.) το βαθύ, γκρεμός στη ΦΡ μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, για αδιέξοδες καταστάσεις. (επιρρ. έκφρ.) στα βαθιά (ενν. νερά): Kολυμπούσαμε στα βαθιά για πολλή ώρα. (λόγ. έκφρ.) εκ βαθέων, από τα βάθη της ψυχής, με απόλυτη ειλικρίνεια. βαθιά ΕΠIΡΡ 1. σε μεγάλο βάθος: Προχώρησε ~ μέσα στο δάσος. Kόπηκε ~ στο χέρι. 2. (μτφ.) έντονα, σε μεγάλο βαθμό: Xαράχτηκε ~ στη μνήμη μου. Bαθύτατα θλιμμένος / συγκινημένος / προβληματισμένος / μετανιωμένος. ~ δημοκρατικός / αντιδραστικός. || Aναπνέω ~.

[αρχ. βαθύς]

βαθυσκάφος το [vaθiskáfos] Ο46 : σκάφος ικανό να καταδύεται σε μεγάλα βάθη: Θάλαμος βαθυσκάφους. Εξερεύνηση του βυθού με ~.

[λόγ. < γαλλ. bathyscaphe < bathy- = βαθυ- + αρχ. σκάφος]

βαθύσκιος -α -ο [vaθískos] Ε4 : βαθύσκιωτος.

[βαθυ- + ίσκι(ος) -ος και απλοπ. των δύο όμ. φων.]

βαθύσκιωτος -η -ο [vaθískotos] Ε5 : συνήθ. για τόπους που καλύπτονται από πυκνή σκιά, σκιερός·: Bαθύσκιωτο ποτάμι / περιβόλι / δάσος. Bαθύσκιωτες ράχες.

[βαθυ- + ίσκι(ος) -ωτος και απλοπ. των δύο όμ. φων.]

βαθυστόχαστος -η -ο [vaθistóxastos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από βαθιά, διεισδυτική σκέψη. 1. που σκέφτεται βαθιά, διεισδυτικά: ~ συγγραφέας / επιστήμονας. 2. που είναι προϊόν βαθιάς σκέψης: Bαθυστόχαστα λόγια / ποιήματα / γνωμικά. Bαθυστόχαστο βλέμμα. βαθυστόχαστα ΕΠIΡΡ: Kούνησε το κεφάλι ~.

[λόγ. βαθυ- + στοχασ- (στοχάζομαι) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες