Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βαθμιαίος
1 item total
βαθμιαίος -α -ο [vaθmiéos] Ε4 : που συντελείται με συνεχή και σταθερό ρυθμό, σιγά σιγά, λίγο λίγο, σταδιακός: Συμφωνήθηκε βαθμιαία αποχώρηση των στρατευμάτων από την περιοχή. Προβλέπεται βαθμιαία άνοδος της θερμοκρασίας. βαθμιαία & (λόγ.) βαθμιαίως ΕΠIΡΡ: H χώρα μας εξελίσσεται ~ σε βιομηχανική.

[λόγ. βαθμ(ός) -ιαίος μτφρδ. γαλλ. graduel· λόγ. βαθμιαί(ος) -ως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go