Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βαθμιαίος -α -ο [vaθmiéos] Ε4 : που συντελείται με συνεχή και σταθερό ρυθμό, σιγά σιγά, λίγο λίγο, σταδιακός: Συμφωνήθηκε βαθμιαία αποχώρηση των στρατευμάτων από την περιοχή. Προβλέπεται βαθμιαία άνοδος της θερμοκρασίας.
βαθμιαία & (λόγ.) βαθμιαίως ΕΠIΡΡ: H χώρα μας εξελίσσεται ~ σε βιομηχανική. [λόγ. βαθμ(ός) -ιαίος μτφρδ. γαλλ. graduel· λόγ. βαθμιαί(ος) -ως]



