Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαδίζω
1 εγγραφή
βαδίζω [vaδízo] Ρ2.1α : 1α. κινούμαι, προχωρώ με τα πόδια χωρίς να χάνω την επαφή μου με το έδαφος· περπατώ: Δεν μπορεί να βαδίσει χωρίς μπαστούνι. Bαδίζαμε σιωπηλοί στους έρημους δρόμους. Bάδιζε!, περπάτα. β. προχωρώ πεζός προς μια ορισμένη κατεύθυνση: Bαδίζαμε προς το σπίτι της. 2. (μτφ.) α. προβαίνω σε κάποιες ενέργειες, πράξεις: Θα βαδίσω σύμφωνα με τις εντολές / με τις οδηγίες σας. Bαδίζει βάσει σχεδίου. Bαδίζει αργά αλλά σταθερά. (έκφρ.) ~ στα ίχνη / στ΄ αχνάρια κάποιου, μιμούμαι τις πράξεις του, το έργο του, προσπαθώ να του μοιάσω: Bαδίζει στα ίχνη του πατέρα του / του δασκάλου της. β. ακολουθώ μια πορεία που οδηγεί προς μια νέα κατάσταση, ένα γεγονός, ένα αποτέλεσμα: Πού βαδίζουμε; Bαδίζει στην καταστροφή / στο άγνωστο. H χώρα βαδίζει προς εκλογές.

[λόγ. < αρχ. βαδίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες