Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βήχας
1 εγγραφή
βήχας ο [víxas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : απότομη (σπασμωδική) εκπνοή αέρα από τα πνευμόνια, που παράγει ιδιαίτερο ήχο: Δυνατός / ξερός / επίμονος / γαϊδουρινός ~. Πνίγηκε στο βήχα. Σιρόπι / παστίλιες για το βήχα. || ο σχετικός ήχος: Άκουσα ένα δυνατό βήχα. ΦΡ κόβω* το βήχα κάποιου. (γνωμ.) ο έρωτας κι ο ~ δεν κρύβονται. βηχαλάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. βήχας < αρχ. βήξ, αιτ. βῆχα· βήχ(ας) -αλάκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες