Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βέβηλος
1 item total
βέβηλος -η -ο [vévilos] Ε5 : 1. που βεβηλώνει, που παραβιάζει και μιαίνει ιερούς χώρους. || Bέβηλες πράξεις / σκέψεις, με τις οποίες βεβηλώνεται κτ. το οποίο θεωρούμε ιερό, σεβαστό. 2. (ως ουσ.) ο βέβηλος και μτφ. αυτός που παραβιάζει χώρους στους οποίους δεν ανήκει. (απαρχ. έκφρ.) εκάς* οι βέβηλοι.

[λόγ. < αρχ. βέβηλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go