Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βάρκα η [várka] Ο25α : μικρό σκάφος που κινείται με κουπιά, μηχανή ή πανί· λέμβος: Στο λιμάνι του νησιού είναι αραγμένες οι βάρκες των ψαράδων. Tραβούσα γρήγορα κουπί κι η ~ έσκιζε τα νερά. Λαστιχένια / φουσκωτή ~. || Aυτά τα παπούτσια είναι σαν βάρκες: α. δυσανάλογα μεγάλα και φαρδιά για το πόδι αυτού που τα φοράει. β. ξεχειλωμένα από τη χρήση. (έκφρ.) πάμε στο άγνωστο με ~ την ελπίδα, για κτ. που επιχειρείται χωρίς να στηρίζεται σε σχεδιασμό ή σε άλλες εγγυήσεις επιτυχίας αλλά μόνο σε ελπίδες. σε ~ γεννήθηκες;, ειρωνικά, όταν κάποιος ξεχνάει, δε φροντίζει να κλείνει την πόρτα.
βαρκάκι το YΠΟKΟΡ. βαρκούλα η YΠΟKΟΡ. ΠAΡ Εδώ καράβια* χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν. [μσν. βάρκα < λατ. barca· βάρκ(α) -ούλα]
- βαρκάδα η [varkáδa] Ο26 : περίπατος με βάρκα: Kάνω / πηγαίνω ~.
[βάρκ(α) -άδα (διαφ. το βεν. barcada `το φορτίο μιας βάρκας΄)]
- βαρκάρης ο [varkáris] Ο11 θηλ. βαρκάρισσα [varkárisa] Ο27 : ο ιδιοκτήτης, ο κυβερνήτης βάρκας: Ο ~ μάς νοίκιασε τη βάρκα του για μια βόλτα. || Bρίζει σαν ~, βαριά, χυδαία.
[μσν. βαρκάρης < βάρκ(α) -άρης· βαρκάρ(ης) -ισσα]
- βαρκαρόλα η [varkaróla] Ο25α : είδος τραγουδιού με θέμα συνήθ. τον έρωτα, τη θάλασσα.
[βεν. barcarola]