Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάλανος
1 εγγραφή
βάλανος η [válanos] Ο36 : (ανατ.) το άκρο του πέους.

[λόγ. < αρχ. βάλανος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες