Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αχώνευτος
1 item total
αχώνευτος -η -ο [axóneftos] Ε5 : 1.για τροφή της οποίας δεν έχει ολοκληρωθεί η πέψη, που δεν την έχουν χωνέψει, που έμεινε αχώνευτη: Ό,τι τρώει το βγάζει αχώνευτο. || δύσπεπτος. 2. που δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία αποσύνθεσης, που δε διαλύθηκε εντελώς: Aχώνευτη κοπριά. Aχώνευτο μέταλλο, άλιωτο. Aχώνευτα ξύλα / κάρβουνα, που δεν κάηκαν εντελώς. 3. (μτφ.) για άνθρωπο αντιπαθητικό, ανυπόφορο: ~ άνθρωπος / τύπος. αχώνευτα ΕΠIΡΡ.

[ελνστ. ἀχώνευτος (για μέταλλο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go