Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αχρωμία η [axromía] Ο25 : η ιδιότητα του άχρωμου. || (ιατρ.) δερματική ~.
[λόγ. < νλατ. achromia < a- = α- 1 + αρχ. χρῶμ(α) -ia = -ία (διαφ. το μσν. αχρωμία `ξεδιαντροπιά΄, δες στο άχρωμος)]