Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχλάδι
2 εγγραφές [1 - 2]
αχλάδι το [axláδi] Ο44 : ο καρπός της αχλαδιάς, φρούτο με σαρκώδες περίβλημα, μικρούς σπόρους και ωοειδές σχήμα που συνήθ. στενεύει προς το κοτσάνι· απίδι: ~ άγουρο / ώριμο / γλυκό / στυφό / ζουμερό. Aχλάδια βουτυράτα. Οι κοντούλες είναι ένα είδος αχλαδιών. (λόγ. έκφρ.) μεταξύ τυρού* και αχλαδίου / αχλαδιού. αχλαδάκι το YΠΟKΟΡ. αχλάδα η MΕΓΕΘ. ΦΡ πίσω έχει η ~ την ουρά, λέγεται με ελαφρά απειλητικό τόνο και δηλώνει ότι οι δυσκολίες θα παρουσιαστούν αργότερα ή στο τέλος.

[μσν. *αχλάδιον υποκορ. του αχλάδα < ελνστ. ἀχλάς, αιτ. -άδα `είδος άγριου αχλαδιού΄ (αρχ. ἀχράς)· μσν. αχλάδα που θεωρήθηκε μεγεθ. σε αντίθεση προς το αχλάδι]

αχλαδιά η [axlaδjá] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο του οποίου καρπός είναι το αχλάδι· απιδιά: Άγρια ~, γκορτσιά.

[αχλάδ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες