Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφράτος -η -ο [afrátos] Ε3 : που είναι μαλακός και φουσκωτός. 1α. Aφράτο ψωμί / κέικ. Aφράτα παξιμάδια, που τρίβονται εύκολα. Aφράτα καρύδια / αμύγδαλα / στραγάλια. Aφράτο μήλο / κυδώνι / αχλά δι, μαλακό και ζουμερό. || για χώμα που σκάβεται εύκολα: Aφράτο χωράφι. β. που βουλιάζει, που υποχωρεί εύκολα με την παραμικρή πίεση: Aφράτο χιόνι / βαμβάκι / στρώμα. 2. (για το ανθρώπινο σώμα) που είναι παχουλός και έχει δέρμα λείο και συνήθ. άσπρο: Aφράτο χέρι. || Aφράτη γυναίκα / κοπέλα, νέα και δροσερή.
[μσν. αφράτος `που έχει αφρό΄ (το αφράτον `σουφλέ΄) < αφρ(ός) -άτος]