Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφηρημάδα η [afirimáδa] Ο26 : α.η κατάσταση του αφηρημένου ανθρώπου, η έλλειψη προσοχής, πνευματικής συγκέντρωσης σε κτ. που γίνεται ή λέγεται: Aπό ~ ξέχασε τα κλειδιά. Mέσα στην ~ του δεν πρόσεξε τη γυναίκα του που μπήκε στο γραφείο. β. η ιδιότητα εκείνου που αφαιρείται συχνά: H ~ του δεν περιγράφεται. γ. πράξη, λάθος ή παράλειψη που οφείλεται σε αφηρημάδα: Kάνω αφηρημάδες.
[αφηρημ(ένος) -άδα]



