Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αφετέρου
1 item total
αφετέρου [afetéru] σύνδ. αντιθ. : (λόγ.) από την άλλη (μεριά)· συνήθ. στο σχήμα: αφενός (μεν)… ~ (δε) / και ~, για να εκθέσει ο ομιλητής δύο ισοδύναμους όρους ή προτάσεις: Δεν κατάφερε να τους πείσει να το αγοράσουν αφενός (μεν) γιατί ήταν ακριβό ~ δε γιατί δεν τους ενέπνευσε εμπιστοσύνη.

[δες στο αφενός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go