Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφελής
1 εγγραφή
αφελής -ής -ές [afelís] Ε10 : 1.(για πρόσ.) που, έχοντας μειωμένη ικανότητα να αντιλαμβάνεται και να κρίνει τα πράγματα, πιστεύει εύκολα ό,τι του λένε άλλοι: Δεν είμαι και τόσο ~ για να πιστέψω τα παραμύθια σας. || που εύκολα τον εξαπατούν· αγαθός, απονήρευτος: Πουλούσαν σε αφελείς χωρικούς βοτάνια που θεράπευαν δήθεν όλες τις αρρώστιες. 2. (για πράξη, λόγο, σκέψη κτλ.) α. που δείχνει περιορισμένη ικανότητα αντίληψης ή κρίσης· απλοϊκός, παιδαριώδης: ~ κρίση / σκέψη / απόφαση / πρόταση / ενέργεια. ~ ερώτηση και αφελέστερη απάντηση. Πρόσεξε γιατί η απορία του δεν είναι και τόσο ~. β. που δεν έχει επιτήδευση, προσποίηση· απλός, απέριττος: Aφελές ύφος. ~ συμπεριφορά. αφελώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 2α, με τρόπο αφελή, με αφέλεια· απλοϊκά, ανόητα: Σκέπτομαι / αντιδρώ / ενεργώ ~.

[λόγ. < αρχ. ἀφελής, ελνστ. ἀφελῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες