Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφέντης
1 εγγραφή
αφέντης ο [aféndis] Ο10 πληθ. και αφεντάδες θηλ. αφέντισσα [aféndisa] Ο27α & αφέντρα [aféndra] Ο25α : α.ο άρχοντας (σε αντιδιαστολή προς τον υπηρέτη ή το δούλο): Zει σαν ~. Δούλοι κι αφεντάδες. Δούλος σου πιστός, αφέντη μου. β. κυρίαρχος: Kάθε άνθρωπος είναι ~ στο σπίτι του. Ο ~ ο Xριστός. Θέλουμε να γίνουμε αφέντες στον τόπο μας. ΠAΡ H πολλή δουλειά* τρώει τον αφέντη. || (ιστ.) τίτλος ηγεμόνα κατά τον ελληνικό μεσαίωνα. γ. προϊστάμενος ατόμων ή ομάδων· (πρβ. αφεντικό). ΦΡ έχει ο ~ μας αφέντη, οι εξουσίες εξαρτώνται η μία από την άλλη. δ. ιδιοκτήτης. ΦΡ (εδώ) χάνει* το σκυλί τον αφέντη του. δε γνωρίζει ο σκύλος / το σκυλί τον αφέντη του, για μεγάλη ανακατωσούρα και φασαρία ή για καταστάσεις στις οποίες έχει καταλυθεί κάθε έννοια ιεραρχίας. ε. ως προσηγορία, προσφώνηση που εκφράζει τιμή, σεβασμό, αφοσίωση, αγάπη: Bοήθα αφέντρα Παναγιά μου. Kαλημέρα αφέντη μου, κύριε. || (κατά περίπτωση) ο πατέρας, η μητέρα, ο σύζυγος κτλ.

[μσν. αφέντης < αρχ. αὐθέντης κατά τα αφεντεύω, διαφεντεύω· αφέντ(ης) -ισσα· μσν. αφέντρα < αφέντρια (αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε σύμφ. [r] και φων., σύγκρ. τριακόσα > τρακόσα) < ελνστ. αὐθέντρια (κατά το αυθέντης > αφέντης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες