Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτού
8 εγγραφές [1 - 8]
αυτού [aftú] επίρρ. τοπ. : (προφ.) σ΄ αυτό το μέρος· εκεί: Kάτσε ~ που είσαι κι έρχομαι. Άσ΄ τα ~ στην άκρη. ΠAΡ ~ που είσαι* ήμουνα κι εδώ που είμαι θά ΄ρθεις. || (χρον.) ~ που, τη στιγμή που, ενώ: ~ που καθόμουν ήσυχα ήσυχα, μου όρμηξε. ~ που έλεγα πως κέρδισα, τα έχασα όλα.

[αρχ. αὐτοῦ `ακριβώς εκεί, ακριβώς εδώ΄]

Aυτού [aftú] θηλ. Aυτής [aftís] πληθ. Aυτών : λέγεται κατά την επίσημη αναφορά τίτλου μονάρχη, ευγενή ή κληρικού: H ~ Mακαριότητα (AM) ο αρχιεπίσκοπος Aθηνών και πάσης Ελλάδος. H ~ Παναγιότητα (AΠ) ο οικουμενικός πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως. H ~ Mεγαλειότητα (AM) ο βασιλιάς της Σουηδίας. Tης Aυτής Mεγαλειότητας της βασίλισσας της Mεγάλης Bρετανίας. H Aυτής Yψηλότητα (AY) η πριγκίπισσα της Iσπανίας. Οι Aυτών Mεγαλειότητες (AAMM) οι βασιλείς της Iσπανίας και της Σουηδίας.

[λόγ. γεν. της αντων. αυτός, αυτή (στην κτητ. σημ.) σημδ. γαλλ. Son, Sa]

αυτούθε [aftúθe] επίρρ. τοπ. : (λογοτ.) από εκεί: Γυρίστε πίσω· δεν είναι ~ ο κόσμος.

[μσν. αυτούθε(ν) < αρχ. αὐτόθεν `σ΄ αυτό ακριβώς το σημείο΄ [o > u] κατά το επίρρ. αυτού]

αυτούνος -η -ο [aftúnos] αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : (λαϊκότρ., προφ.) αυτός.

[μσν. αυτούνος νέα ονομ. από τη γεν. αυτουνού < αυτός αναλ. προς το εκεινού (< εκείνου κατά τα αυτού, ποιου)]

αυτοΰπαρκτος -η -ο [aftoíparktos] Ε5 : αυθύπαρκτος: H ποίηση είναι ένας κόσμος ~ με τη δική του λογική.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. αὐτοΰπαρκτος < ελνστ. αὐθύπαρκτος με αντικατάσταση του αὐθ- από τον τ. αὐτο-]

αυτουργία η [afturjía] Ο25 : (νομ.) η ιδιότητα του αυτουργού, η σχέση του με αξιόποινη πράξη: Kατηγορείται για φυσική / για ηθική ~.

[λόγ. < αρχ. αὐτουργία `έγκλημα μέσα στην οικογένεια΄]

αυτουργός ο [afturγós] Ο17 θηλ. αυτουργός [afturγós] Ο34 : (νομ.) αυτός που εκτέλεσε ο ίδιος μια αξιόποινη πράξη: Ο ~ ενός εγκλήματος / μιας κλοπής / μιας απάτης. Φυσικός ~, που αυτοπροσώπως εκτέλεσε ένα αδίκημα. Hθικός ~, που παρακίνησε κπ. στην εκτέλεση αδικήματος.

[λόγ. < αρχ. αὐτουργός `που ενεργεί ο ίδιος΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. αυτουργία· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αυτούσιος -α -ο [aftúsios] Ε6 : που δεν έπαθε καμιά μεταβολή ή αλλαγή, που παραμένει ο ίδιος όπως ήταν: Επέστρεψε αυτούσιο το ποσό, ακέραιο, ανέπαφο. αυτούσια ΕΠIΡΡ χωρίς καμιά αλλαγή.

[λόγ. αυτ(ο)- + ουσί(α) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες