Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αυτοσχέδιος -α -ο [aftosxéδios] Ε6 : α.(για πρόσ.) που εκτελεί ένα ρόλο εντελώς περιστασιακά και χωρίς καμιά προετοιμασία: ~ ομιλητής / ρήτορας. β. (για πράξη, έργο) που γίνεται χωρίς προμελετημένο σχέδιο ή με πρόχειρα μέσα: Aυτοσχέδια ομιλία. Aυτοσχέδιο ποίημα. || (για κατασκεύασμα): ~ εκρηκτικός μηχανισμός. Aυτοσχέδια βόμβα.
[λόγ. < αρχ. αὐτοσχέδιος]



