Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοκόλλητος
1 item total
αυτοκόλλητος -η -ο [aftokólitos] Ε5 : που έχει πάνω του συγκολλητική ουσία και κολλά κάπου με απλή προσαρμογή: Aυτοκόλλητο χαρτί / σήμα. Aυτοκόλλητη ετικέτα / ταινία / κονκάρδα. || (ως ουσ.) το αυτοκόλλητο, για οποιοδήποτε αυτοκόλλητο κομμάτι χαρτιού, νάιλον κτλ.

[λόγ. αυτο- + κολλη- (κολλώ) -τος μτφρδ. αγγλ. self-sticking, self-adhesive]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go