Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αυτοκόλλητος -η -ο [aftokólitos] Ε5 : που έχει πάνω του συγκολλητική ουσία και κολλά κάπου με απλή προσαρμογή: Aυτοκόλλητο χαρτί / σήμα. Aυτοκόλλητη ετικέτα / ταινία / κονκάρδα. || (ως ουσ.) το αυτοκόλλητο, για οποιοδήποτε αυτοκόλλητο κομμάτι χαρτιού, νάιλον κτλ.
[λόγ. αυτο- + κολλη- (κολλώ) -τος μτφρδ. αγγλ. self-sticking, self-adhesive]



