Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοκτονία η [aftoktonía] Ο25 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοκτονώ: H ~ καταδικάζεται από τη χριστιανική θρησκεία. Aπόπειρα αυτοκτονίας. || Ομάδα / απόσπασμα αυτοκτονίας, που προορίζεται και είναι αποφασισμένη να εκτελέσει μια στρατιωτική αποστολή με ελάχιστες ή χωρίς πιθανότητες διάσωσης. 2. (μτφ.) πράξη, ενέργεια λίγο πολύ ενσυνείδητη που επιφέρει την ηθική ή υλική αυτοκαταστροφή: H παραίτησή του ισοδυναμεί με πολιτική ~.
[λόγ. < ελνστ. αὐτοκτονία]