Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αυτάρκεια
1 item total
αυτάρκεια η [aftárkia] Ο27 : η ιδιότητα του αυτάρκους, το να μπορεί κανείς να καλύπτει τις ανάγκες του με τις δικές του δυνάμεις: Έχω ~. Οικονομική ~. Έχω οικονομική ~, είμαι οικονομικά αυτάρκης. || το να αρκείται κάποιος σε όσα έχει.

[λόγ. < αρχ. αὐτάρκεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go