Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αττικίζων -ουσα -ον [atikízon] Ε12 : (λόγ.) που αττικίζει, που μιμείται το ύφος και τη γλώσσα των αρχαίων αττικών συγγραφέων: Aττικίζοντες συγγραφείς. Aττικίζουσα γλώσσα και ως ουσ. η αττικίζουσα.
[λόγ. μεε. του αττικίζω]



