Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ατροφώ
1 item total
ατροφώ [atrofó] Ρ10.9α : (λόγ.) 1. (ιατρ.) πάσχω από ατροφία, είμαι καχεκτικός: Έχουν ατροφήσει τα νεύρα των ποδιών του. 2. (μτφ.) για καταστάσεις που βρίσκονται σε υπολειτουργία ή σε υπανάπτυξη: H πολιτιστική ζωή στην επαρχία έχει ατροφήσει.

[λόγ. < ελνστ. ἀτροφῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go