Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατονία
1 εγγραφή
ατονία η [atonía] Ο25 : η απώλεια ή η εξασθένηση της σωματικής ή πνευματικής δύναμης, της λειτουργικής ικανότητας ενός οργανισμού ή οργάνου του: Aισθάνομαι / έχω ~. Mυϊκή / καρδιακή ~.

[λόγ. < αρχ. ἀτονία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες