Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ατενής -ής -ές [atenís] Ε10 : (λόγ.) που είναι στραμμένος ευθεία μπροστά και μακριά: Aτενές βλέμμα.
ατενώς ΕΠIΡΡ α. επίμονα, με προσήλωση. β. (γυμν.) παράγγελμα για επαναφορά στη στάση της προσοχής. [λόγ. < αρχ. ἀτενής, ἀτενῶς]



