Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατεμάχιστος
1 εγγραφή
ατεμάχιστος -η -ο [atemáxistos] Ε5 : που δεν τον έχουν τεμαχίσει, που δεν είναι τεμαχισμένος.

[λόγ. α- 1 τεμαχισ- (τεμαχίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες