Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ατελεύτητος
1 item total
ατελεύτητος -η -ο [ateléftitos] Ε5 : (λόγ.) που δεν έχει τέλος· ατέλειωτος2.

[λόγ. < αρχ. ἀτελεύτητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go