Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ατείχιστος -η -ο [atíxistos] Ε5 : που δεν τον περιτείχισαν, δεν τον οχύρωσαν με τείχος: H Λάμψακος ήταν μια από τις λίγες ατείχιστες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας.
[λόγ. < αρχ. ἀτείχιστος]



