Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αταρίχευτος
1 item total
αταρίχευτος -η -ο [ataríxeftos] Ε5 : που δεν τον ταρίχευσαν· αβαλσάμωτος: Aταρίχευτο πτώμα ζώου. Aντίθετα από τους Aιγυπτίους οι αρχαίοι Έλληνες έθαβαν τους νεκρούς τους αταρίχευτους.

[λόγ. < αρχ. ἀταρίχευτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go