Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ατακτοποίητος -η -ο [ataktopíitos] & αταχτοποίητος -η -ο [ataxtopíitos] Ε5 : α.(για πργ.) που δεν τον τακτοποίησαν, δεν τον έβαλαν στην κανονική του θέση ή σειρά: Έχω ακόμα ατακτοποίητα τα βιβλία. Aτακτοποίητες σκέψεις. Aτακτοποίητο δωμάτιο, ασυγύριστο. β. που βρίσκεται ακόμα σε εκκρεμότητα· εκκρεμής, αδιευθέτητος: Aτακτοποίητες υποθέσεις. Aτακτοποίητοι λογαριασμοί. γ. (για πρόσ.) που δεν τακτοποίησε τα σχετικά με τον εαυτό του: Είναι ~ ακόμη από δουλειά, δεν τακτοποιήθηκε σε μια (οριστική) δουλειά.
[λόγ. α- 1 τακτοποιη- (τακτοποιώ), ταχτοποιη- (ταχτοποιώ) -τος]



