Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αταβιστικός
1 εγγραφή
αταβιστικός -ή -ό [atavistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το φαινόμενο του αταβισμού: Aταβιστικά χαρακτηριστικά. Aταβιστική συμπεριφορά.

[λόγ. < αγγλ. atavistic (-ic = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες