Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αταβισμός
1 item total
αταβισμός ο [atavizmós] Ο17 : (βιολ.) φαινόμενο κατά το οποίο χαρακτηριστικές ιδιότητες ενός προγόνου εμφανίζονται σε απογόνους ύστερα από δύο ή περισσότερες γενιές.

[λόγ. < γαλλ. atavisme (-isme = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go