Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αταβισμός ο [atavizmós] Ο17 : (βιολ.) φαινόμενο κατά το οποίο χαρακτηριστικές ιδιότητες ενός προγόνου εμφανίζονται σε απογόνους ύστερα από δύο ή περισσότερες γενιές.
[λόγ. < γαλλ. atavisme (-isme = -ισμός)]



