Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ατάραχος -η -ο [atáraxos] Ε5 : α.που δεν ταράζεται, που παραμένει σε κατάσταση ηρεμίας· ατάραχτος, ήρεμος: Aτάραχα νερά. β. (μτφ., για πρόσ.) που δε συγχύζεται, δεν εκδηλώνει κάποιο έντονο συναίσθημα ανησυχίας, θυμού, αγανάχτησης, φόβου κτλ.· απαθής, ψύχραιμος, νηφάλιος: Άκουσε ~ το κατηγορητήριο. Παρακολουθούσε με ατάραχο βλέμμα τη σφαγή.
ατάραχα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀτάραχος]



