Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασύστατος -η -ο [asístatos] Ε5 : που δεν είναι αληθινός· ανυπόστατος, ανακριβής: Aσύστατοι ισχυρισμοί. Aσύστατες φήμες / διαδόσεις. Οι κατηγορίες αποδείχτηκαν ασύστατες και ο κατηγορούμενος αθωώθηκε.
ασύστατα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀσύστατος]