Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασύστατος
1 item total
ασύστατος -η -ο [asístatos] Ε5 : που δεν είναι αληθινός· ανυπόστατος, ανακριβής: Aσύστατοι ισχυρισμοί. Aσύστατες φήμες / διαδόσεις. Οι κατηγορίες αποδείχτηκαν ασύστατες και ο κατηγορούμενος αθωώθηκε. ασύστατα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀσύστατος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go