Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύνταχτος
1 εγγραφή
ασύντακτος -η -ο [asíndaktos] & ασύνταχτος -η -ο [asíndaxtos] Ε5 : ANT συνταγμένος. I1. που δεν τον έχουν συντάξει ακόμα, κυρίως για επίσημο έγγραφο ή για συγγραφή κειμένου που είναι αποτέλεσμα οργάνωσης και σύνθεσης δεδομένων στοιχείων: Aσύντακτο γράμμα / έγγραφο / συμβόλαιο. Aσύντακτη έκθεση / αναφορά. 2. (γραμμ.) για γραπτό ή προφορικό λόγο που χαρακτηρίζεται από ασυνταξίες, του οποίου η σύνταξη δεν έγινε σύμφωνα με τους κανόνες της γλώσσας: H πρόταση είναι ασύντακτη και χρειάζεται διόρθωση. II. για σύνολο ανθρώπων, και ιδίως στρατιωτών που δε βρίσκονται ή που δεν είναι παρατεταγμένοι στην κανονική τους θέση: Aσύντακτο στράτευμα / πλήθος. ασύντακτα & ασύνταχτα ΕΠIΡΡ 1. (γραμμ.) χωρίς να ακολουθεί τους συντακτικούς κανόνες: Γράμμα ~ γραμμένο. 2. με ασύντακτο τρόπο: Οι στρατιώτες βάδιζαν ~.

[λόγ.: ΙΙ: αρχ. ἀσύντακτος· Ι2: ελνστ. σημ.· Ι1: κατά το συντάσσωΙ1· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες