Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασύμφορος -η -ο [asímforos] Ε5 : που δε συμφέρει, που είναι ανώφελος ή επιζήμιος. ANT συμφέρων· σύμφορος: Aσύμφορη εργασία / τιμή. Tο σχέδιο κρίθηκε οικονομικά ασύμφορο και ματαιώθηκε.
ασύμφορα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀσύμφορος `ακατάλληλος΄ κατά τη σημ. της λ. συμφέρει]