Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύμφορος
1 εγγραφή
ασύμφορος -η -ο [asímforos] Ε5 : που δε συμφέρει, που είναι ανώφελος ή επιζήμιος. ANT συμφέρων· σύμφορος: Aσύμφορη εργασία / τιμή. Tο σχέδιο κρίθηκε οικονομικά ασύμφορο και ματαιώθηκε. ασύμφορα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀσύμφορος `ακατάλληλος΄ κατά τη σημ. της λ. συμφέρει]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες