Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύλληπτος
1 εγγραφή
ασύλληπτος -η -ο [asíliptos] Ε5 : I.που δεν τον έχουν συλλάβει ή που δεν μπορούν να τον συλλάβουν: Παρά τις προσπάθειες της αστυνομίας ο δολοφόνος παραμένει ~. II. συνήθ. ως επιτατικό για κτ. του οποίου το μέγεθος ξεπερνά κατά πολύ τα συνηθισμένα: Aσύλληπτη ομορφιά / ποικιλία. Είναι ένα βιβλίο ασύλληπτης βλακείας. || Έτρεχε με ασύλληπτη ταχύτητα, υπερβολική. ασύλληπτα ΕΠIΡΡ στη σημ. II: Είναι ~ κακός.

[λόγ.: Ι: ελνστ. ἀσύλληπτος· ΙΙ: σημδ. γαλλ. incompréhensible]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες