Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασύγκριτος -η -ο [asíŋgritos] Ε5 : 1.που είναι τόσο καλύτερος, ανώτερος κτλ. από όλους και από όλα, ώστε κανείς και τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτόν· ασυναγώνιστος, απαράμιλλος, μοναδικός: H ελληνική τέχνη δημιούργησε έργα ασύγκριτης ομορφιάς. 2. που είναι τόσο διαφορετικός από κτ. άλλο, ώστε είναι αδύνατη οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ τους: Ποσά ασύγκριτα. Είναι δύο πράγματα τελείως ασύγκριτα.
ασύγκριτα & ασυγκρίτως ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: H προγραμματισμένη δουλειά είναι ~ πιο αποδοτική. Tο τάδε απορρυπαντικό είναι ασυγκρίτως καλύτερο από το δείνα. [λόγ. < ελνστ. ἀσύγκριτος, ἀσυγκρίτως]