Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασωτεύω
1 item total
ασωτεύω [asotévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α : ζω άσωτη ζωή, σπαταλώ ασυλλόγιστα και διασκεδάζω χωρίς μέτρο και φραγμό: Έτσι που ασωτεύει, προκοπή δε θα κάνει. || Πού ασωτεύατε πάλι χθες βράδυ;

[ελνστ. ἀσωτεύω (αρχ. ἀσωτεύομαι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go