Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασχημόλογα τα [asximóloγa] & ασκημόλογα τα [as
imóloγa] Ο41 : αισχρολογίες· κακά λόγια: Aυτό το παλιόπαιδο, όλο ~ λέει! Aν σε ξανακούσω να λες τέτοια ~ κι εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει. [ασχημο-, ασκημο- + -λογο στον πληθ.]