Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασχημονώ
1 item total
ασχημονώ [asximonó] Ρ10.9α : κάνω ασχημίες, συμπεριφέρομαι με τρόπο ανάρμοστο και απρεπή: Tους έπιασε η αστυνομία, γιατί ασχημονούσαν στο δρόμο.

[λόγ. < αρχ. ἀσχημονῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go