Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασχημομούρης -α -ικο [asximomúris] & ασκημομούρης -α -ικο [as
imo múris] Ε9 : που είναι πολύ άσχημος στο πρόσωπο: Είναι φοβερά ~. Mια γριά ασχημομούρα. || (ως ουσ.): Ήρθε και μου μίλησε ένας ~. [ασχημο-, ασκημο- + μούρ(η) -ης]