Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασχημίζω
1 item total
ασχημίζω [asximízo] & ασκημίζω [asimízo] Ρ2.1α : κάνω κπ. ή κτ. άσχημο: Tο πάχος την ασχημίζει. Σε ασχημίζει πολύ αυτό το χτένισμα. Aυτό το κτίριο ασχήμισε την περιοχή.

[-σκ-: μσν. ασκημίζω < ασχημίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < άσχημ(ος) -ίζω· -σχ-: λόγ. επίδρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go